ευπρόσδεκτος

ευπρόσδεκτος
-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσδεκτος, -ον)
αυτὸς που γίνεται ευχάριστα δεκτός, ο καλόδεχτος («ευπρόσδεκτη δωρεά»).
επίρρ...
ευπρόσδεκτα και ευπροσδέκτως (ΑΜ εὐπροσδέκτως)
με ευπρόσδεκτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-δεκτός (< προσ-δέχομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐπρόσδεκτος — acceptable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπρόσδεκτος — η, ο αυτός που γίνεται ευχάριστα δεχτός, αλλ. καλόδεχτος, καλοδεχούμενος: Κάθε ξένος είναι ευπρόσδεκτος στο σπιτικό μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐπροσδέκτως — εὐπρόσδεκτος acceptable adverbial εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρόσδεκτον — εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem acc sg εὐπρόσδεκτος acceptable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσδέκτοις — εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσδέκτου — εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσδέκτους — εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσδέκτων — εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσδέκτῳ — εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρόσδεκτα — εὐπρόσδεκτος acceptable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”